- κάθαρση
- η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) [καθαίρω]1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῑσι Λυδοῑσι καὶ τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.)2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα τού ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην τραγωδία («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Αριστοτ.)3. η αποβολή βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, φυσική ή με φάρμακα, σωματική κένωσηνεοελλ.1. ο καθαρισμός ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες2. η εκκαθάριση («η κάθαρση τής κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς τής ανωμαλίας»)αρχ.1. (στον Πλάτ.) λύτρωση, χωρισμός τής ψυχής από το σώμα («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῡ σώματος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)2. το κλάδεμα τών δέντρων3. ο καθαρισμός, το κοσκίνισμα τού σίτου4. ο καθαρισμός τής γης4. αποσαφήνιση, διευκρίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.